Τις τελευταίες ημέρες με αφορμή τις αρχαιολογικές ανασκαφές στον τύμβο του λόφου Καστά στην Αμφίπολη χρησιμοποιούνται κατά κόρον αρχιτεκτονικοί και αρχαιολογικοί όροι, άγνωστοι στο ευρύ κοινό. Τι σημαίνουν οι νέες και για πολλούς "περίεργες" ορισμένες φορές λέξεις που χρησιμοποιούν οι αρχαιολόγοι και έχουν μπεί στην καθημερινή μας ενημέρωση;
Ακόμη και τα πιο αναλυτικά ενημερωτικά δελτία που εκδίδονται από το υπουργείο Πολιτισμού περιέχουν λέξεις και εκφράσεις που μοιάζουν με κρυπτογραφημένα μηνύματα. Το «Πρώτο Θέμα» κατάρτισε ένα μίνι λεξικό με όλους τους αρχιτεκτονικούς και αρχαιολογικούς όρους που έχουν εισβάλει ξαφνικά στην επικαιρότητα. Ισως με αυτό το γλωσσάρι, η προθυμία για την κατανόηση των μυστηρίων της Αμφίπολης να μη σκοντάφτει στην έλλειψη πτυχίου Αρχιτεκτονικής ή Αρχαιολογίας.
Αντιστήριξη: Η στερέωση ενός κάθετου τοίχου ο οποίος βρίσκεται υπό κλίση και κινδυνεύει να καταρρεύσει. Η αρχή της αντιστήριξης είναι ο «τριγωνισμός», δηλαδή η προσθήκη ενός διαγώνιου στηρίγματος εν είδει υποτείνουσας στην ορθή γωνία που σχηματίζει ο τοίχος με το έδαφος.
Ανωδομή: Το ανώτερο τμήμα ενός αρχιτεκτονικού στοιχείου, όπως η εξωτερική πύλη του τύμβου με τις σφίγγες.
Απομείωση διατομής: Στα δελτία Τύπου του ΥΠ.ΠΟ. ο όρος αναφέρθηκε ως χαρακτηρισμός της κατάστασης της οροφής, καθώς παρατηρήθηκε ότι οι πλίνθοι της είναι πιο λεπτές στα ενδότερα του τύμβου. Πιθανότερη αιτία γι’ αυτό, η μεταξύ τους τριβή και η φυσική φθορά.
Αύλακα (στραγγιστική): Δημιουργία περιμετρικής αυλάκωσης για την απορροή των υδάτων της βροχής.
Βόστρυχοι: Οι κοτσίδες στην κόμμωση των Καρυάτιδων.
Γείσο: Τμήμα της στέγης ενός κτίσματος, τύπου «μαρκίζας», το οποίο προεξέχει και, εκτός από το να διακοσμεί, προστατεύει ανάγλυφες παραστάσεις κ.ά. τα οποία υπάρχουν ενδεχομένως κάτω από αυτό.
Γεωδαιτικές μέθοδοι (επίγειες και δορυφορικές): Προσδιορισμός της ακριβούς γεωγραφικής θέσης με τη χρήση συμβατικών μετρήσεων αλλά και του συστήματος GPS.
Γεωστατικές ωθήσεις: Οι πιέσεις που υφίσταται ένα κτιστό στοιχείο από τις διαρκείς μετατοπίσεις του εδάφους.
Γεωτεχνική: Μελέτη της σύστασης του εδάφους με κάθετες τομές.
Γραπτός διάκοσμος: Ζωγραφική, έγχρωμη διακόσμηση. Αναφέρεται συνήθως σε μη απεικονιστική τέχνη, δηλαδή σε γεωμετρικές συνθέσεις, και όχι, π.χ., σε ανθρώπινες μορφές.
Δόμος: Μια σειρά λίθων, από αυτές που, η μία πάνω στην άλλη, συνθέτουν έναν τοίχο.
Δομοστατική: Μελέτη σχετικά με την ευστάθεια οικοδομήματος.
Εγκιβωτισμός: Ο τετραγωνικός περιορισμός, συνήθως με ξύλινες πλάκες, στηλών κ.ά., των οποίων η βάση διατρέχει κίνδυνο υποχώρησης επειδή εδράζεται σε σαθρό έδαφος, χώμα κ.λπ.
Εκτεταμένο: Το απλωμένο, εν προκειμένω για τις Καρυάτιδες, χέρι μάλλον προς τα πλάγια.
Ενώτιο: Κοινώς, σκουλαρίκι.
Εξισορρόπηση πιέσεων: Η προσεκτική αφαίρεση των επιχώσεων ώστε οι πιέσεις που δέχονται οι τοίχοι από το βάρος του χώματος να μη συγκεντρωθούν σε μία πλευρά ή ένα σημείο απειλώντας την ευστάθειά τους.
Επίκρανο: Το ανώτερο τμήμα του στύλου. Στην είσοδο του μνημείου της Αμφίπολης είναι διακοσμημένα με πρόσθετο ανάγλυφο, ιωνικής τεχνοτροπίας.
Επιστύλιο: Μακρόστενο κομμάτι μαρμάρου που στηρίζεται στο άνω άκρο στύλων και γεφυρώνει το μεταξύ τους κενό.
Εσωρράχιο: Η εσωτερική καμπύλη της οροφής, η καμάρα στο μέγιστο ύψος της.
Θλιπτικό φορτίο: Βάρος που εφαρμόζεται κατακόρυφα και απειλεί τις δοκούς με θλίψη, δηλαδή με θραύση.
Θολίτες: Πλίνθοι κατάλληλα διαμορφωμένες ώστε να συνθέσουν μια καμπύλη οροφή.
Θόλος: Η θόλος είναι η όροφη της «στοάς», με ημικυλινδρική διατομή, τύπου καμάρας.
Θριγκός: Ανώτατη σειρά λίθων, συνήθως πάνω σε πέτρινο τείχος, η οποία προεξέχει όπως το γείσο.
Θύρωμα: Η συνολική κατασκευή μιας εισόδου.
Ικρίωμα: Σκαλωσιά.
Ιωνικό (επιστύλιο): Ο ιωνικός είναι ένας από τους κυρίαρχους ρυθμούς της αρχαιοελληνικής αρχιτεκτονικής. Είναι λιγότερο αυστηρός από τον δωρικό. Δείγμα ιωνικού το Ερεχθείο και δωρικού (αν και με ιωνικά στοιχεία) ο Παρθενώνας στην Ακρόπολη των Αθηνών.
Κατάχωση: Η κάλυψη αγαλμάτων, μνημείων κ.λπ. με χώμα. Τρόπον τινά, η ταφή.
Κόρη: Εναλλακτική ονομασία της Καρυάτιδας. Το «κόρη» υπογραμμίζει τη νεότητα, την αγνότητα και την παρθενία.
Κυμάτιο: Συνηθισμένο διακοσμητικό μοτίβο που θυμίζει θαλάσσιο κυματισμό.
Μολυβδοχόηση: Η στήριξη δύο μαρμάρινων μερών με ενδιάμεσο σύνδεσμο από μολύβι, το οποίο χύνεται σε υγροποιημένη μορφή σε κατάλληλα διαμορφωμένες οπές, όπως αυτές που διακρίνονται στους ώμους των Καρυάτιδων, διαμορφώνεται και στερεοποιείται επιτόπου.
Νάρθηκας: Ειδικά για την υποστήριξη της οροφής στον τάφο της Αμφίπολης, ο νάρθηκας αναφέρεται με την «ορθοπεδική» έννοια, καθώς ξύλινες δοκοί με αφρώδη επένδυση περιορίζουν τις μετατοπίσεις των θολιτών και την περαιτέρω φθορά τους.
Ντισιλίδικο: Εργαλείο γλυπτικής. Το ψιλό ντισιλίδικο είναι η σμίλη με την οποία διαμορφώνονται οι πιο εντυπωσιακές και περίτεχνες λεπτομέρειες αγαλμάτων, όπως οι φλέβες.
Νωπογραφία (fresco): Τεχνική ανάγλυφης διακόσμησης και ζωγραφικής που διαμορφώνονται ενόσω το κονίαμα είναι νωπό.
Ορθοστάτες: Ενθετη μαρμάρινη επένδυση με πλάκες μαρμάρου που τοποθετούνται στην εξωτερική πλευρά τοίχου κατακόρυφα.
Παραστάδες: Οι κολόνες εκατέρωθεν θυρών, εισόδων κ.λπ.
Περιθύρωμα: Το πλαίσιο μιας εισόδου, κοινώς το κούφωμα ή η κάσα.
Πεσσός: Κολόνα ορθογωνικής διατομής. Η έκφραση «συμφυείς με πεσσούς» η οποία αναφέρεται στις Καρυάτιδες σημαίνει ότι το γλυπτό και το καθαρά δομικό στοιχείο αποτελούν ενιαίο σώμα.
Πλαστική: Καλλιτεχνική έκφραση που σχετίζεται με τη μορφοποίηση ακατέργαστου υλικού, όπως ο πηλός ή το μάρμαρο. Χαρακτηριστική πλαστική τέχνη, η αγαλματοποιία.
Πόλος: Λέξη συγγενής με το «πίλος», ήταν είδος καλύμματος κεφαλής, κάτι μεταξύ καπέλου και στεφανιού. Η πόλος των Καρυάτιδων της Αμφίπολης διακρίνεται κάτω από το επιστύλιο.
Προτεταμένο: Στάση χεριού απλωμένου προς τα εμπρός - και μόνο.
Πτυχώσεις: Ο κυματισμός των χιτώνων στα αγάλματα, πεδίο καλλιτεχνικού ανταγωνισμού και αλάνθαστος δείκτης δεξιοσύνης για τους αρχαίους Ελληνες γλύπτες.
Πώρινος λίθος ή πωρόλιθος: Ασβεστολιθικό πέτρωμα με χαρακτηριστική ασυνεχή επιφάνεια, γεμάτη από μικρές τρύπες.
Ρόδακας: Η αφαιρετική, διακοσμητική και στερεότυπη αποτύπωση ενός τριαντάφυλλου σε κάτοψη. Στον τύμβο Καστά έχουν βρεθεί οκτάφυλλοι, επάλληλοι, ομόκεντροι ρόδακες.
Σήμα: Ορος με διπλή σημασία, καθώς μπορεί να έχει τον ρόλο ταφικού δείκτη, επισημαίνοντας την ύπαρξη τάφου, μνημείου κ.λπ. Χρησιμοποιείται όμως και ως συνώνυμο της λέξης «τύμβος». Σε μια τέτοια σύγχυση στην ερμηνεία κειμένων αποδίδονται διάφορα σενάρια για το πού θα μπορούσε να βρίσκεται ο τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Στέψη (θόλου): Το κορυφαίο εσωτερικό τμήμα της ημικυλινδρικής οροφής.
Ταινία: Μακρόστενη διακοσμητική, έγχρωμη παράσταση.
Τοίχος διαφραγματικός: Ενδιάμεσος τοίχος με κάποιου είδους άνοιγμα. Στην Αμφίπολη, ως διαφραγματικός λογίζεται και η πύλη με τις σφίγγες.
Τοίχος σφράγισης: Πρόχειρη λίθινη κατασκευή, άτεχνη και άσχετη με το μνημείο, με μόνη σκοπιμότητα τη θωράκισή του από ενδεχόμενες εισβολές.
Τοπογραφική αποτύπωση/τεκμηρίωση: Η επίγεια μέτρηση των διαστάσεων και η ακριβής χωροθέτηση κτιρίου στον περιβάλλοντα χώρο του.
Τύμβος: Τόπος ταφής νεκρού, πάνω από τον οποίο έχουν προστεθεί μεγάλες ποσότητες χώματος. Μπορεί όμως να είναι και απλώς ο τάφος ή ακόμη και ένα ανάγλυφο με τη μορφή του θανόντος.
Υπερκείμενοι: Λίθοι ή άλλα στοιχεία που βρίσκονται πάνω από άλλα.
Φάτνωμα: Εσοχή που δημιουργείται μεταξύ διασταυρούμενων δοκών.
Χειριδωτός: Κοινώς, μακρυμάνικος.
Πηγή: protothema.gr